Família em grego

m f
avô παππούς avó γιαγιά
pai πατέρας mãe μητέρα
tio θείος tia θεία
filho γυιός filha κόρη
marido/esposo άνδρας/σύζυγος mulher/esposa γυναίκα/σύζυγος
irmão αδελφός irmã αδελφή
sobrinho ανεψιός sobrinha ανεψιά
neto εγγονός neta εγγονή
primo εξάδελφος prima εξαδέλφη
cunhado γαμπρός cunhada νύφη
genro γαμπρός nora νύφη
sogro πεθερός sogra πεθερά


Substantivo

editar

εξαδέλφη

  1. prima

Formas alternativas

editar