αριθμός
Substantivo
editarα.ριθ.μός (arithmós) masculino
Declinação
editarSingular | Plural | ||
Casos | Nominativo | αριθμός | αριθμοί |
Genitivo | αριθμού | αριθμών | |
Acusativo | αριθμό | αριθμούς | |
Vocativo | αριθμέ | αριθμοί |
Sinônimo
editarDe 2: αριθμητικό (arithmitikó)
Verbetes derivados
editar- αριθμητικός (arithmitikós): numérico
- αριθμητική (arithmitikí): aritmética
- αριτημητικός λογαριασμός (arithmitikós logariasmós): cálculo numérico