αριθμητικός
Adjetivo
editarα.ριθ.μη.τι.κός (arithmitikós) masculino; feminino: αριθμητική; neutro: αριθμητικό
Outrοs Verbetes
editar- αριθμός (arιthmós) = número
- αριθμολογώ (arithmologó)= numerar
- αριθμομηχάνι (arithmomichániki) = calculadora
α.ριθ.μη.τι.κός (arithmitikós) masculino; feminino: αριθμητική; neutro: αριθμητικό