ωκεανός
Substantivo
editarωκεανός masculino
Fraseologia
editar- Ατλαντικός ωκεανός: Oceano Atlântico
- Ειρηωικός ωκεανός (Irinikós okeanós): Oceano Pacífico
- Ινδικός ωκεανος: Oceano Índico
- Αρκτικός ωκεανός: Oceano Ártico
- Ανταρκτικός ωκεανός: Oceano Antártico