κομμουνισμός
Substantivo
editarκομμουνισμός, masculino
Descendentes etimológicos
editar- κομμουνιστής masculino , κομμουνίστρια feminino (substantivos)
- κομμούνι (n) (slang e insulto)
- κομμουνιστικός, κομμουνιστική (f), κομμουνιστικό (n) (adjetivo)
κομμουνισμός, masculino