ιππικός
Adjetivo
editarιππικός, -ή, ό
Declinação
editarAdjetivos oxítonos em ός,ή,ό (Demótico)
singular | m | f | n | plural | m | f | n | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
nom. | ιππικός | ιππική | ιππικό | nom. | ιππικοί | ιππικές | ιππικά | |
gen. | ιππικού | ιππικής | ιππικού | gen. | ιππικών | ιππικών | ιππικών | |
acus. | ιππικό | ιππική | ιππικό | acus. | ιππικούς | ιππικές | ιππικά | |
voc. | ιππικέ | ιππική | ιππικό | voc. | ιππικοί | ιππικές | ιππικά |
Ver também
editar- ιπποδρομία, ας
- ιππικό, ου
- ιππεύω
- ιππαστί
- ιππασία
- ιππέας, α
- ίππειος, ο
- ιππόδρομος, ου
- ίππος, -ου