ινδοκάλαμος

Substantivo

editar

ινδοκάλαμος, -ου masculino

  1. bambu
  2. cana-da-índia


Declinação

editar
" Demótico - Subst. Masc. -ος, -ου"
Singular Plural
Casos Nominativo ινδοκάλαμος ινδοκάλαμοι
Genitivo ινδοκάλαμου ινδοκάλαμων
Acusativo ινδοκάλαμο ινδοκάλαμους
Vocativo ινδοκάλαμε ινδοκάλαμοι

Ver também

editar